- φαντασιοκοπία
- ησκέψη ή ιδέα εντελώς έξω από την πραγματικότητα, φανταστική ελπίδα, μάταιη ελπίδα, ουτοπία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαντασιοκοπία — η, ΝΜ [φαντασιοκόπος] σκέψη που δεν μπορεί να πραγματωθεί, ιδέα που βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα … Dictionary of Greek
αεροβασία — η [αεροβάτης] πορεία, βάδισμα στον αέρα (κυρίως με μτφ. σημ.) φαντασιοπληξία, φαντασιοκοπία … Dictionary of Greek
φαντασιοκόπημα — το, Ν φαντασιοκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασιοκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Μ. Δήμιτσα] … Dictionary of Greek
φαντασιοπληξία — η, Ν 1. ενέργεια ή σκέψη φαντασιόπληκτου, φαντασιοκοπία 2. ιδιότροπη εκδήλωση, εκκεντρικότητα, καπρίτσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασιόπληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ι. Ισ. Σκυλίσση] … Dictionary of Greek
φαντασιοκόπημα — το, ατος φαντασιοκοπία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαντασιοπληξία — η 1. φαντασιοκοπία (βλ. λ.). 2. ιδιοτροπία, παραξενιά: Μονόχνοτος άνθρωπος γεμάτος φαντασιοπληξίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)